-
1 δείκτης
δείκτης, ὁ, Zeiger, δικαιοσύνης Orph. H. 7, 16.
-
2 δείκτης
δείκτηςexhibitor: masc nom sg -
3 δείκτης
δείκτης, ὁ, Zeiger -
4 δείκτης
ο1) указательный палец; 2) стрелка (часов, компаса и т. п.); 3) указатель;δείκτης οδικός — путевой знак; — дорожный указатель;
4) показатель;5) мат. индекс; 6) тех, хим. индикатор -
5 δείκτης
[дикгис] ουσ. а. стрелкаΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > δείκτης
-
6 δείκτης
[дикгис] ουσ α стрелка. (часов), (μεταφ) показатель. -
7 δείκτης
A exhibitor, Orph.H.8.16; τῶν ἱερῶν ἀγώνων prob. in CIG 2932 ([place name] Tralles); ὁ λόγος δ. ἐστὶ πάντων τῶν ἀγαθῶν Zos.Alch.p.191B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δείκτης
-
8 δείκτης
gösterge çubuğu -
9 δείκτης
1) aiguille2) index3) jauge -
10 δείκτης
wskazówka (f) rzecz. -
11 δείκτης
ukazatel -
12 δείκτης
1) hand2) pointerΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > δείκτης
-
13 προ-δείκτης
προ-δείκτης, ὁ, eine Art Schauspieler, bei D. Sic. exc. libri 35 p. 606 E. neben μῖμοι genannt. Vgl. δεικελιστής.
-
14 φιλ-εν-δεικτής
φιλ-εν-δεικτής, ὁ, der gern anzeigt, angiebt, prahlt, Sp.
-
15 νομο-δείκτης
νομο-δείκτης, ὁ, der die Gesetze zeigt, lehrt, auslegt, Plut. Tib. Graech. 9.
-
16 αἰολο-δείκτης
αἰολο-δείκτης, der sich in verschiedenen Formen zeigt, Helios, Orph. H. 8, 12, im voc. - δεικτα, die gew. L. αἰολόδικτε.
-
17 ὁριο-δείκτης
ὁριο-δείκτης, ὁ, der die Gränzen zeigt, = ὁριστής; B. A. 287; E. M.
-
18 ἐν-δείκτης
ἐν-δείκτης, ὁ, der Anzeiger, Ankläger, Philostr.
-
19 ὑπο-δεικτής
ὑπο-δεικτής, ὁ, der Vorzeigende, Darstellende (?).
-
20 endeks
δείκτης
См. также в других словарях:
δείκτης — exhibitor masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτης — Αυτός που δείχνει· κάθε όργανο μέτρησης που χρησιμεύει για να δείχνει· ένας ενδεικτικός αριθμός. (Ανατ.) Το δεύτερο, μετά τον αντίχειρα, δάχτυλο του χεριού του ανθρώπου, που ονομάστηκε έτσι γιατί συνήθως χρησιμοποιείται για να δείχνει. (Μαθημ.) Δ … Dictionary of Greek
δείκτης — ο βλ. δείχτης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δεῖκτα — δείκτης exhibitor masc voc sg δείκτης exhibitor masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δεικτῶν — δείκτης exhibitor masc gen pl δεικτός capable of proof fem gen pl δεικτός capable of proof masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δείκτῃσιν — δείκτης exhibitor masc dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρανίο — Το οστέινο τμήμα της κεφαλής. Διακρίνεται στο κυρίως (εγκεφαλικό) κ., που απαρτίζεται από το μετωπιαίο οστό –και συμπληρώνεται από κάτω με το ηθμοειδές– από τα δύο βρεγματικά οστά, από τα δύο κροταφικά οστά –που κλείνονται στην κάτω πλευρά από το … Dictionary of Greek
οπτική — Κλάδος της φυσικής, ο οποίος μελετά τα φωτεινά φαινόμενα, με σκοπό να ερευνήσει τη φύση τους και να περιγράψει τις εφαρμογές τους. Σήμερα είναι γενικά παραδεκτό ότι το φως συνίσταται από ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες μήκους κύματος μεταξύ 0,4… … Dictionary of Greek
νοημοσύνη ή νόηση — Ο όρος χρησιμοποιείται στην τρέχουσα γλώσσα με διάφορες σημασίες, που άλλοτε αναφέρονται σε φιλοσοφικές και μεταφυσικές έννοιες και άλλοτε σε γεγονότα της πρακτικής ζωής. Ο μέσος άνθρωπος θεωρεί τη ν. ως ιδιαίτερη ικανότητα του πνεύματος, μια… … Dictionary of Greek
ορυκτό — Φυσική ουσία, συνήθως στερεή και ανόργανη με χημική σύσταση και φυσικές ιδιότητες καθορισμένες. Κατά το μεγαλύτερο ποσοστό, τα ο. είναι κρυσταλλικά, δηλαδή έχουν κανονικό σχήμα διεπόμενο από τους νόμους της κρυσταλλογραφίας· ελάχιστα είναι τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek